Επιλεγμένα,  ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ - ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

“Το ξεπροβόδισμα”

(Λαογραφικά Σημειώματα)

Γράφει ο Χρήστος Τούμπουρος

(Ήταν τότε που έπρεπε να φύγω για Αθήνα. Ανωτέρα βία. Σπουδές. Συγκοινωνία ως το χωριό δεν υπήρχε γιατί είχε γίνει μια μεγάλη κατολίσθηση και η συγκοινωνία διεξάγονταν μέχρι το γεφύρι της Πλάκας. Από εκεί προς το χωριό και από το χωριό «ποδαράτοι»).

Έφτασε η ημέρα. Η γιαγιά έδινε εντολές.

-Ακου να σ’ πω κοπέλα. Θα πάω εγώ το παιδί μέχρι τη γέφυρα. Εκεί που ‘ρχεται το αυτοκίνητο. Θα το χαιρετίσω εγώ. Εσύ να κάτσεις εδώ. Έχ’ς τόσες δ’λειές.

-Κάτσε ορέ μάνα. Θα πάει μαζί με τους άλλους. Τα πράγματα θα τα πάρ’ ο αγωγιάτ’ς. Κανόν’σα, θα περάσ’ σε λίγο. Να ‘χουμε το νου μας.

-Ούχ’ καημέν’. Θα περιμένω εγώ τ’ άλλ’ς; Ου, φέξε μου και γλίστρησα! Θα πάω με το παιδί, να το ορμηνέψω και τσιότσιο στο δρόμο.

-Τι ορμήνια να τ’ δώσεις. Φτάν’ από ορμήνιες. Να πάει στο καλό τ’ και καλές σπουδές να κάν’.

-Αυτό κοπέλα είναι δ’κή μ’ δ’λειά. Άμα άκουγα εσένα θα θαραπαύομαν. Όπως και να ‘ναι στην ξενιτιά πάει. Ξέρετε εσείς να ορμηνέψτε τα παιδιά; Μια αμπωξιά θα τ’ς δίνατε και «άειστε στο καλό σας». Άιντε. Ετοίμασε το παιδί. Μη χασομεράς. Άρχισε και κριτσιανάει ο τόπος.

-Να δώσουμε τα πράγματα στον αγωγιάτ’. Μην τα φορτωθείς ούτε εσύ ούτε και το παιδί.

-Το παιδί δεν έχ’ καμιά δ’λειά να φορτωθεί. Θα τα πάω εγώ. Βάλτου μονάχα κατσιούλα αυτό το σουρντούκ’ μη πιασ’ βροχή και πλευρετώσ’.

-Να έρθ’ και ο παππούλης τ’. Να πάω να τον φωνάξω στο καφενείο.

-Να κάτσεις εκεί που είσαι. Ακούς να τον φωνάξεις. Αυτός ξεπουρδιαλιάστ’κε ντιπ. Άστον εκεί να μπεκροπίν’. Τέτοιος είναι μια ζωή. Τώρα θα βάλ’ μυαλό; Τώρα πάει κατ’ ανέμ’. Καφουκούτιασε. Άιντε βόηθα να ζαλικωθώ τα πράγματα τ’ παιδιού. Ας πάμε γρηγορότερα. Ας κάτσουμε και λίγο να τ’ πω δυο κουβέντες. Χαμένες δε θα πάν’.

Κι έτσι ξεκινήσαμε με τη γιαγιά για το γεφύρ’. Εκεί θα έρχονταν το λεωφορείο από Άρτα. Στο δρόμο κάναμε δύο στάσεις. Πιστεύω πως η γιαγιά τις είχε προγραμματισμένες. Η πρώτη ήταν έξω από το χωριό, στο νεκροταφείο. «Να χαιρετίσεις τον πατέρα σου, μού είπε. Εγώ κάθομαι εδώια και σε περιμένω. Άιντε να νιωσ’ κι αυτός καλά». Και συνέχισε. «Και πού ‘σαι. Το φιτίλ’ είναι μέσα απ’ το τζάμι. Έχ’ και σπίρτα εκεί».

Η δεύτερη ήταν σ’ έναν όχτο στη δημοσιά. Εκεί «έπεσαν πολλές ορμήνιες». Η γιαγιά ασχολήθηκε με όλα τα θέματα. «Μη σε γελάσ’ καμιά σουλτούκου εκεί στ’ν Αθήνα και σε καπιστρώσ’. Αυτές δεν έχουν σωμό. Πόσα και πόσα παιδάκια μπλέχτ’καν και παράτ’σαν μανάδες και πατεράδες κι ούτε που έρχονται να τους δουν. Να γράφ’ς και κανένα γράμμα στη μάνα σ’. Έχ’ τόσα στο κεφάλ’ τ’ς. Εχ’ μ’κρό παιδί να μεγαλώσ’. Άφ’σε φαμπλιά μεγάλ’ ο μακαρίτ’ς».

Έλεγε, έλεγε… Ακόμα λέει. Σ’ όλο το δρόμο φιλοσοφούσε. «Αμ, τι γκαβά να μείνουν τα παιδιά; Να παν’ και παραπέρα. Να ανοίξουν για τα καλά τα φωτερά τους. Να σπουδάσουν. Και να γυρίσουν στον τόπο τους λεβέντες και προκομέν’ καζαντισμέν’ και στην τσέπ’ αλλά και στην ψυχή τους».

Ούτε που κατάλαβα πως φτάσαμε στη γέφυρα. Είχε έρθει και το Λεωφορείο και άρχισαν να φορτώνουν τα πράγματα. Ξεζαλικώθηκε η γιαγιά κι όταν έβαλε τα πράγματα ο οδηγός στη θέση τους με τράβηξε παράμερα και μού είπε: «Όπ’ και να πας, να ξέρ’ς ότι ο άνθρωπος έχ’ ρίζες. Από πού ήρθε. Πώς φυτευτός ξεκάμπ’σε εδώ; Να γυρνάει να κ’(οι)τάει πίσω. Διαφορετικά κούτσουρο θα ‘ναι. Να σαν αυτά που διαβάζ’ στην θάλασσα ο Άραχθος κατεβασμένος». Αυτά μού είπε και έβγαλε ένα μαντίλι πάνινο. Έλυσε τουλάχιστον πέντε κόμπους. Μέσα είχε κομπιδιάσ’ ένα εικοσάρικο. Μού το έδωσε. Εγώ στην αρχή νόμισα πως είναι λίρα. Μετά κατάλαβα πως ήταν εικοσάρικο. Τώρα το πιστεύω απόλυτα πως ήταν οι λίρες όλου του κόσμου…