Άρθρο του Χρήστου Αρ. Παπακίτσου που δημοσιεύθηκε στο υπ’αριθμ. 161 φύλλο εφημερίδας “ΑΓΝΑΝΤΑ ΑΡΤΑΣ” σελ. 1,4&5 (Οκτώβριος- Νοέμβριος- Δεκέμβριος 2007)

Φέτος το Μάιο του 2007 συμπληρώθηκαν 110 χρόνια από τον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Πολλοί από εμάς τους ηλικιωμένους , όταν ήμασταν παιδιά, ακούγαμε τους παππούδες να διηγούνται την παληκαριά που επέδειξαν και τα κατορθώματα που έκαναν στο πόλεμο εκείνο και «μέναμε με το στόμα ανοιχτό» από θαυμασμό, υπερηφάνεια και καμάρι! Μεγαλώνοντας, όσοι από εμάς ήθελαν και θέλουν να αντιπαραβάλουν εκείνες τις αφηγήσεις με την επίσημη ιστορία ή έστω με άλλα ιδιωτικά γραπτά ντοκουμέντα προσπαθούσαν και προσπαθούν ατελέσφορα.

Έχουμε ξαναγράψει ότι οι ιστορικοί όλων των εποχών περνούσαν βιαστικά από την Ήπειρο, έριχναν μερικές φευγαλέες ματιές κατά τα βουνά μας, ζαλίζονταν από το ύψος τους και απέστρεφαν το πρόσωπο τους απ’ αυτά. Εξάλλου, και οι πρόγονοι μας Τζουμερκιώτες ούτε το χρόνο ούτε δυνατότητες και μέσα είχαν για να καταγράψουν τα γεγονότα της εποχής τους στα οποία οι ίδιοι είχαν πρωταγωνιστήσει. Έτσι οι πηγές πληροφοριών γύρω από τους αγώνες που έκαναν για την τιμή και την ελευθερία τους, περιορίζονται μόνο στις αφηγήσεις τους, από στόμα σε στόμα και με τον καιρό, έγιναν θρύλοι, χωρίς ιστορική τεκμηρίωση και χωρίς τοπική και χρονική αλληλουχία και συνοχή.

Προσπαθώντα προ ετών να γράψω κάτι για την συμμετοχή των Τζουμερκιωτών στον απερίσκεπτο εκείνον πόλεμο, που παραλίγο να φέρει στο τόπο μας την πριν από το 1881 βαρυχειμωνιά και το έρεβος της σκλαβιάς, δεν βρήκα σχεδόν τίποτα το σχετικό και αξιόλογο! Οι υπαίτιοι των εθνικών συμφορών, συνήθως βρίσκουν τροπούς και καλύπτουν τις αστοχίες, τις αποκοτιές και τις ευθύνες του. Καταχωνιάζουν τα γεγονότα που δεν θέλουν να θυμούνται και τα σκεπάζουν ερμητικά με την πλάκα της σιωπής!

Οι ελάχιστες πληροφορίες για τον πόλεμο εκείνο και για τον ηρωισμό των Τζουμερκιωτών που, έστω και ως θρύλοι, έφτασαν στις μέρες μας, πρέπει να καταγραφούν για να μείνουν και μετά από εμάς. Αφού οι Ιστορικοί δεν ασχολήθηκαν με την περιοχή μας, καλό είναι να διατηρήσουμε και να αξιοποιήσουμε εμείς ότι σχετικό έφτασε στα αυτιά μας. Ίσως έτσι κεντριστεί το ενδιαφέρον των ειδικών ερευνητών και μελετητών να αφουγκραστούν τους Θρύλους και να σκύψουν επάνω τους. Το αυτί τους, ίσως πιάσει και μερικούς ψίθυρους αλήθειας.

Ορμώμενος από τέτοιες σκέψεις και την παροιμία: «άμα δεν φτάνεις να ξυστείς, μη περιμένεις να σε ξύσουν άλλοι», ξεκίνησα από χρόνια να καταγράφω όσους θρύλους και παραδόσεις είχα ακούσει, θεωρώντας ότι έτσι αρχίζω να εξοφλώ με μικρές δόσεις το μεγάλο χρέος μου προς την πολύπαθη περιοχή των Τζουμέρκων, χρέος που βαρύνει όλους τους Τζουμερκιώτες και που ο καθένας μας, κατά τις δυνάμεις του, πρέπει σιγά- σιγά να το αποδίδει.

Έναν τέτοιο θρύλο θα προσπαθήσω να καταγράψω εδώ. Αποτελεί διασκευή παλιάς αφήγησης του παππού μου, από την πλευρά του πατέρα μου, που αναφέρεται σε μερικές άγνωστες πτυχές του πολέμου του 1897, οι οποίες εκτυλίχτηκαν στην περιοχή μας με πρωταγωνιστές του Τζουμερκιώτες. Την άκουσα για πρώτη φορά σαν παραμύθι από τον ίδιο, λίγο πριν πεθάνει, όταν συμπλήρωνα την πρώτη δεκαετία της ζωής μου. Την άκουγα όμως και πολύ συχνά αργότερα από τον πατέρα μου και τους θείους μου και την αφομοίωσα. Κάθε φορά που συναντιόνταν, μνημόνευαν ενώπιον των παιδιών τους την πατριωτική δράση των προγόνων τους, προβάλλοντας τις πράξεις τους σαν παραδείγματα ελευθεροσύνης και αγωνιστικότητας. Φρόντιζαν τότε οι παππούδες και ο γονείς, πλην των άλλων, και για τον εθνικό φρονηματισμό των απογόνων τους και σίγουρα η φροντίδα τους αυτή δεν πήγε χαμένη. Η μεγαλειώδης εθνική αντίσταση των Ελλήνων κατά των κατακτητών στα 1941-44, απ’ αυτό τον εθνικό φρονηματισμό ξεπήδησε. Αυτός, άλλωστε, ο ελληνικός πατριωτισμός, που έρχονταν από μακριά, έκανε τους παππούδες μας Τζουμερκιώτες να ξεσηκωθούν το 1897 κατά των Τούρκων κατακτητών που στραγγάλιζαν την ελευθερία των εκείθεν της δεξιάς όχθης αδελφών μας Ηπειρωτών, καθώς και των πέραν της Θεσσαλίας συμπατριωτών μας.

Γαλουχημένος με αυτές τις αξίες της ελευθερίας και του πατριωτισμού ο 26χρονος τότε παππούς μου, θιασώτης όπως όλοι σχεδόν οι Έλληνες της «Μεγάλης Ιδέας», της οποίας κύριος φορέας και εκφραστής της ήταν τότε η οργάνωση «Εθνική Εταιρεία», δεν μπορούσε να παραμείνει θεατής του μεγάλου εκείνου ξεσηκωμού.

Επιστρέφοντας το σούρουπο της 5ης Απριλίου 1897 από ένα πολύμηνο επαγγελματικό ταξίδι στην περιοχή της Στερεάς Ελλάδος και μπαίνοντας στα Άγναντα, οι γέροντες θαμώνες του καφενείου του Γ. Λιόντου τον αποπήραν: «Που είσαι εσύ, ρε Χρήστο; Δεν έμαθες ότι κηρύχτηκε πόλεμος και ότι όλοι οι νέοι, χωριανοί και κοντοχωριανοί μας, πήραν όπλα από το Δήμαρχο μας Σπ. Χριστογιώργο (από Ραφταναίους) και συγκεντρώθηκαν στην Πλάκα και αύριο μπονόρα – μπονόρα θα κάνουν μαζί με το στρατό μας γιουρούσι στην Πλάκα για να διώξουν την Τουρκιά» ;

Στο άκουσμα αυτής της είδησης τα αίματα του νεαρού ταξιδιώτη άναψαν. Τα λόγια των γερόντων τον έκαναν να ξεχάσει την κούραση από την 10ήμερη πεζοπορία του! Χωρίς δεύτερη σκέψη, άφησε τις λίγες αποσκευές του στο καφενείο, πήγε στο σπίτι του Δημάρχου για να πάρει οπλισμό και να λάβει οδηγίες. Ο Δήμαρχος τον δέχτηκε με χαρά. Μυημένος στην «Εθνική Εταιρεία» , ήταν εκφραστής του «Μεγαλοϊδεατισμού» στην παραμεθόρια τότε περιοχή μας και ανεπίσημος στρατολόγος εθελοντών μαχητών, τους οποίους προετοίμαζε για τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων κατακτητών. Μάλιστα, η «Εθνική Εταιρεία» είχε βρει στο πρόσωπο του τον κατάλληλο διαχειριστή της αποθήκης οπλισμού που, εν αγνοία δήθεν των επίσημων κρατικών Αρχών, είχε δημιουργήσει στα Άγναντα, όπως και σε πολλές άλλες παραμεθόριες περιοχές.

Ο νεαρός εθελοντής αφού έλαβε οδηγίες και εξοπλίστηκε πλήρως έφυγε για την Πλάκα, χωρίς να περάσει από το σπίτι του για να δει τους δικούς του και κυριώς το δευτερότοκο γιό του που είχε γεννηθεί κατά την απουσία του. Τα μεσάνυχτα εντάχτηκε στους μάχιμους του τάγματος Αγνάντων , διοικητής του οποίου ήταν ένας Ταγματάρχης που ονομαζόταν Γιώτης.

Φωτογραφία εθελοντών του Eλληνοτουρκικού πολέμου του 1897, στην Άρτα. Ο πόλεμος του 1897 ήταν ο τελευταίος πόλεμος του 19ου αιώνα που βασίστηκε στην πολιτική της Μεγάλης Ιδέας σε συνδυασμό με το Ανατολικό ζήτημα. Η έκβαση του πολέμου ήταν αρνητική για την Ελλάδα και ο τουρκικός στρατός σταμάτησε την προέλασή του επί του ελληνικού εδάφους μετά από επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Δωρεά Θεόδωρου Μίντζα (Ιστορικά Αρχεία 248/102)

Πριν ξημερώσει η επόμενη μέρα (6 Απριλίου 1897) η τουρκική φρουρά , με τις πρώτες τουφεκιές, εγκατέλειψε το φυλάκιο της στο δεξιό βάθρο της γέφυρας Πλάκας και συμπτύχθηκε προς τα Κατσανοχώρια. Το Τάγμα του Ελληνικού Στρατού, ενισχυμένο με εθελοντές Αγναντίτες, Καταρρακτινούς, Ραφτανίτες, Πραμαντιώτες, Μελισσουργιώτες και άλλους από τα άλλα χωριά των Δυτ. Τζουμέρκων, αλλά και από ένα αξιόμαχο τμήμα από το Σώμα Εθελοντών που είχε οργανώσει στη περιοχή του ο Βουργαρελιώτης Δήμαρχος (πρώην δάσκαλος) Γ. Οικονομίδης, ανέβηκαν στο Ξεροβούνι και κατευθύνθηκαν προς τα Πέντε Πηγάδια, όπου είχε συγκεντρωθεί και οχυρωθεί μεγάλη τουρκική δύναμη, αναμένοντας να αντιμετωπίσει εκέι την προέλαση των Ελλήνων από την Άρτα.

Στην περιοχή του Ξηροβουνίου έμεινε ένα μικρό τμήμα εθελοντών Τζουμερκιωτών για να επιτηρεί τις διαβάσεις από τα Κατσανοχώρια προς Πλάκα. Σ’αυτό προσκολλήθηκε και ο αποσταμένος από το πολυήμερο ταξίδι παππούς μου. Τις επόμενες ημέρες οι τούρκικες δυνάμεις ενισχύθηκαν, αναδιοργανώθηκαν και αντεπιτέθηκαν. Με υπέρτερες και καλά εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες δυνάμεις επιτέθηκαν με σφοδρότητα. Τα άτακτα τμήματα των Ελλήνων υποχώρησαν σε όλα τα μέτωπα και παραλίγο τότε να καταληφθεί και η Άρτα. Η υπογραφή της κατάπαυσης των εχθροπραξιών στο Ιμαρέτ, που είχε επανακαταληφθεί από τους Τούρκους, δείχνει το μέγεθος του κινδύνου που αντιμετώπισε η πόλη της Άρτας.

Χάρτης της Άρτας κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897.

Η δύναμη του Τάγματος Αγνάντων, μαζί με τους εθελοντές Τζουμερκιώτες, υποχώρησε σχεδόν άτακτα προς την Πλάκα. Μόνο η μικρή ομάδα που εξαρχής επιτηρούσε τις διαβάσεις του Ξηροβουνίου έδινε αψιμαχίες με σκοπό να καθυστερήσει την προέλαση των εχθρών, ώστε να προλάβουν οι Έλληνες να οργανώσουν την άμυνα τους στην αριστερή όχθη του Αράχθου, στις θέσεις που κατείχαν πριν από την έναρξη του πολέμου.

Το τελευταίο σημείο άμυνας του μικρού αυτού τμήματος ήταν οι βράχοι ανάμεσα από τους οποίους σήμερα περνά από το Μονολίθι (Βορδό) ο αμαξιτός δρόμος Ιωαννίνων- Πλάκας, λίγο πιο ψηλά από την εκκλησία του Αγ. Γεωργίου, δίπλα και δεξιά όπως βλέπουμε τη βρύση του «Σγαριώτη», από όπου περνούσε παλιά το δύσβατο μονοπάτι που, μέσω των απότομων γρεμών των «Ορσίδων» και της «Πλακανίδας», ένωνε τα Κατσανοχώρια (Καλέντζι) με τη γέφυρα Πλάκας.

Εκεί προβλήθηκε από τους λιγοστούς Τζουμερκιώτες οπισθοφύλακες σκληρή και πολύωρη αντίσταση. Όμως, ο κλοιός γύρω τους γινόταν όλο και πιο ασφυκτικός. Οι άντρες της ομάδας απαγκιστρώθηκαν από τις θέσεις τους λίγο πριν κλείσει και το τελευταίο σημείο διαφυγής τους. Ένας όμως από αυτούς, πού γενναίος πολεμιστής, που άκουγε στο όνομα Σγαριώτης, δεν άφηνε με τίποτα την θέση του, παρά την εντολή του επικεφαλής και τις επίμονες παροτρύνσεις των συμπολεμιστών του. Έμεινε εκεί στους βράχους πολεμώντας μόνος του! Τους θεωρούσε ιερούς και σαν τέτοιους δεν ήθελε να τους αφήσει να τουρκέψουν και πάλι. Η απόφαση του να παραμείνει εκεί και να χύσει το αίμα του σ’εκείνον τον κακοτράχαλο ήταν ακατανόητη για τους συμπολεμιστές. Ίσως εκεί δίπλα ήταν το σπίτι του, αν και το όνομα του δείχνει ότι οι οικογενειακές του ρίζες, μάλλον, ξεκινούσαν από τη Σγάρα Καταρράκτη. Ίσως να ήθελε να πάρει εκδίκηση για τα θύματα της οικογένειας του.

Τελικά αιμόφυρτος έπεσε στα χέρια των εχθρών. Βασανιζόμενος βάρβαρα μεταφέρθηκε σε ένα σπίτι δίπλα από την σημερινή βρύση, όπου είχε φτάσει ο Τούρκος Διοικητής. Εκεί τον ανέκριναν, τον τυράγνησαν απάνθρωπα και τελικά τον οδήγησαν στο ταμπούρι του, εκεί στους βράχους, όπου τον αποτελείωσαν γδέρνοντας τον ζωντανό!.. Οι κραυγές του από τους αβάσταχτους πόνους ακούγονταν καθαρά από την Πλάκα, το Μουχούστι και τα Βουνώρεια. Λέγεται ότι η διπλανή βρύση από τότε ονομάστηκε προς τιμήν του «βρύση του Σγαριώτη».

Οι άνδρες του Τάγματος Αγνάντων με τους εθελοντές Τζουμερκιώτες πρόλαβαν και οχυρώθηκαν στις αρχικές θέσεις τους, στην αριστερή όχθη του Αράχθου, στην οριογραμμή που όριζε ο ποταμός. Οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να διαβούν τον Άραχθο. Το ηθικό των Ελλήνων αναπτερώθηκε όταν πληροφορήθηκαν ότι από στιγμή σε στιγμή κατέφθανε σε ενίσχυση τους το μεγάλο τμήμα των Βουργαρελιωτών Εθελοντών υπό την ηγεσία Γ. Οικονομίδη, το οποίο όμως πριν φράσει στο σημείο της μάχης ειδοποιήθηκε να γυρίσει σπίτι και να κατευθυνθεί προς τη γέφυρα Κοράκου για να φράξει το δρόμο στα τούρκικα στρατεύματα που, αφού κυρίευσαν την Θεσσαλία και έφταναν στο Δομοκό, τμήματα τους κινήθηκαν και προς τις περιοχές των θεσσαλικών Αγράφων και του Ασπροποτάμου.

Από την άλλη μεριά, το μέτωπο Συρράκου έσπασε και η προέλαση των Τούρκων προς τα χωριά του ορεινού όγκου των Τζουμέρκων ήταν ακάθεκτη. Από όπου περνούσαν έσπερναν τον όλεθρο και την καταστροφή. Παραλίγο η ελληνική φρουρά της Πλάκας μεταξύ διασταυρούμενων πυρών του εχθρού, αφού οι Τούρκοι είχαν φτάσει στη Κουσοβίστα (Κτιστάδες) και σε λίγο θα τη χτυπούσαν από τα νώτα. Παροιμιώδης έμεινε η φράση «Τούρκοι στη Κουσοβίστα», που ακούγονταν σαν κραυγή αγωνίας και απόγνωσης από ράχη σε ράχη, από τα Άγναντα μέχρι την Πλάκα, για να ειδοποιηθούν οι υπερασπιστές της να λάβουν τα μέτρα τους.

Ευτυχώς που εκείνη την κρίσιμη μέρα έφτασε στους επιτιθέμενους Τούρκους η διαταγή να σταματήσουν τις εχθροπραξίες και οι εμπόλεμοι να επιστρέψουν στα σύνορα του 1881. Ήταν η 7 Μαΐου 1897, ημέρα που σταμάτησε η προέλαση των Τούρκων σε όλα τα μέτωπα και αποφεύχθηκε η ολοκληρωτική καταστροφή χάρη στη μεσολάβηση των τότε μεγάλων δυνάμεων και κυρίως του Αυτοκράτορα της Ρωσίας Νικόλαου Β’ προς τον Σουλτάνο.


Όμως, οι Τζουμερκιώτες, όπως και όλοι οι Έλληνες, μετρούσαν τους νεκρούς, τους τραυματίες και τις μεγάλες υλικές καταστροφές. Μετρούσαν και την θλίψη και την απογοήτευση τους που τους προξένησε η ατυχής εκείνη εθνική εξόρμυση!.. Αλλά και οι απόγονοι τους, που τότε ήταν αγέννητοι, πλήρωναν για πολλά πολλά χρόνια για να εξοφλήσουν τις υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις που υποχρεώθηκε η πτωχή Ελλάδα να καταβάλει στη Τουρκία. Πλήρωνα και για να εξοφλήσουν τα τοκοχρεολύσια των θαλασσοδανείων που αναγκάστηκε να συνάψει η Ελλάδα για να ανταποκριθεί στα οικονομικά βάρη που τις φόρτωσαν οι κουφιοκεφαλάκηδες ηγέτες της που, επαρμένοι από τη ψευδαίσθηση του μικρομέγαλου, έκανα την αποκοτιά τους.

Δημοσιοποιώντας την άγνωστη αυτή Τζουμερκιώτικη πτυχή του ατυχούς εκείνου πολέμου με πρωταγωνιστές τους παππούδες μας, ελπίζω να παρακινήσω και άλλους συντοπίτες μας να καταγράψουν και να δημοσιοποιήσουν παρόμοιους θρύλους που αναφέρονται στους αγώνες και στην ιστορική διαδρομή των Τζουμερκιωτών. Ίσως έτσι παρακινηθούν και οι Ιστορικοί να ασχοληθούν κάποτε και με την περιοχή μας και με τους αγώνες των ανθρώπων της. Ας βάλουν στην θέση των δικών μας θρύλων, την ιστορικά αποδεδειγμένη αλήθεια, αν και τώρα τελευταία κματάφεραν να κλονίσουν την πίστη μας προς όσα γράφει η λεγόμενη η επίσημη Ιστορία. Φαίνεται πως άρχισε να γράφεται και αυτή κατά παραγγελία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ 161 ΦΥΛΛΟ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ”ΑΓΝΑΝΤΑ ΑΡΤΑΣ” ΣΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΥΝΔΕΣΜΟ:https://agnanta.com.gr/wp-content/uploads/2021/04/161_s.pdf

Το σχόλιο σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *