ΑΓΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΑΓΝΑΝΤΩΝ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ - ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ,  ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

9 Μαΐου: Εορτάζει σήμερα o Άγιος Χριστόφορος ο Μεγαλομάρτυρας και το ομώνυμο εξωκλήσι των Αγνάντων.

Ο ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΑC ΑΓΙΟC ΧΡΙCΤΟΦΟΡΟC


Α’ Το ξωκλήσι των Αγνάντων


Ο Άγιος Χριστόφορος είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς Μεγαλομάρτυρες της χριστιανοσύνης. Τον τιμά όλος ο χριστιανικός κόσμος σε Ανατολή και Δύση και κατέχει περίοπτη θέση στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας μας. Οι Τζουμερκιώτες τιμώντας τη Μνήμη του (9 Μαΐου ) ανήγειραν στα περισσότερα χωριά μας φερώνυμους του Αγίου Ναούς, συνήθως εξωκλήσια, σε μερικά των οποίων μετά τη Θεία Λειτουργία, την αρτοκλασία και τις ειδικές ευχές και προσευχές του ιερέα «υπέρ ευκαρπίας των καρπών της γης» (ο Άγιος θεωρείται και προστάτης της γεωργίας και κυρίως των αμπελιών), γίνονται λαϊκά πανηγύρια με πάνδημη συμμετοχή. Στα Άγναντα, το πανηγύρι στο προαύλιο του Ναού γινόταν μέχρι τις αρχές της 10ετίας του 1980. Το παλιό εξωκλήσι του Αγίου Χριστοφόρου βρισκόταν στη Νοτιοδυτική πλευρά του λόφου «Δάφνη» που δεσπόζει του χωριού και ελέγχονται από εκεί όλες οι προς Άγναντα προσβάσεις. Γι’ αυτό άλλωστε επιδίωκαν την κατοχή και οχύρωση της τοποθεσίας οι αντίπαλοι σε όλες τις πολεμικές περιόδους (Τουρκοκρατία, Εθνική Αντίσταση, Εμφύλιος). Το Εκκλησάκι ήταν πολύ παλιό. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας λειτουργούσε και σαν Κρυφό Σκολειό, αλλά και σαν καταφύγιο των διωκόμενων από τους Τούρκους. Στις αρχές της 10ετίας του 1950 κατέρρευσε (λόγω παλαιότητας) και επανακατασκευάστηκε με τα ίδια υλικά από ομάδα νεαρών γράφει ο Χρ. Αρ. ΠΑΠΑΚΙΤΣΟΣ τότε Αγναντιτών (Μιχ. Γ. Χάρος, Κώστας Ν. Τάτσης, Χρήστος Αρ. Παπακίτσος, Ευάγγελος Δ. Δήμος, Κώστας Ιω. Χάρος, ασ. Κ. Χριστοδούλου και μερικοί άλλοι ευκαιριακά) με τη συγκατάθεση και ηθική στήριξη του εφημέριου της Ενορίας Αγνάντων αείμνηστου Παπα-Θανάση Πριτσιβέλη. Λόγω όμως της απειρίας των «κτιστών» και της παντελούς έλλειψης βασικών οικοδομικών υλικών (ασβέστη, τσιμέντου, κατάλληλης πέτρας και ξυλείας) το με «ξερολιθιά» κτισμένο εξωκλήσι κατέρρευσε κατά το σεισμό του 1967. Περί τα μέσα της 10ετίας του 1970, άτυπη Επιτροπή κατοίκων με πρωτεργάτη τον αείμνηστο Νίκο Ιω. Παπακίτσο πήρε την πρωτοβουλία να ανεγείρει νέο εξωκλήσι (ΦΩΤΟ) στη βόρεια πλευρά του ίδιου λόφου, σε απόσταση 250 περίπου μέτρων από τη αρχική του θέση, πλησίον της αμαξιτής οδού Αγνάντων-Πραμάντων, αριστερά της διασταύρωσης Σαλτς (σε οικόπεδο που παραχώρησε δωρεάν ο αείμνηστος Αριστοτέλης Ν. Σιαπάτης). Η νέα θέση περιόριζε σε μεγάλο βαθμό τα έξοδα μεταφοράς των οικοδομικών υλικών. Οι δαπάνες της ανέγερσης καλύφτηκαν με προαιρετικές εισφορές των πιστών και κυρίως με προσωπική εργασία των οικοδόμων χωριανών μας. Σημειώνεται ότι αρκετοί Αγναντίτες δεν συμφωνούσαν τότε με την ανοικοδόμηση του Ναού μακριά από την αρχική του θέση, επικαλούμενοι λόγους συναισθηματικούς, ιστορικούς και λαϊκής παράδοσης, που ήταν άρρηκτα συνδεδεμένοι με το παλιό εκκλησάκι και τον περιβάλλοντα χώρο του, αλλά τελικά «με κρύα καρδιά» συντάχθηκαν με την απόφαση των περισσοτέρων που πάρθηκε για να περιοριστούν οι δαπάνες ανέγερσής του.


Β’ Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΑ ΑΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ

Άγιος Χριστόφορος προστάτης των χωραφιών και των αυτοκινητιστών.
(Ελάχιστα από τα παρακάτω ιστορούνται. Τα περισσότερα θρυλούνται)

Οι ακριβείς χρονολογίες της γέννησης και του μαρτυρικού θανάτου του Αγίου Χριστοφόρου δεν τεκμηριώνονται ιστορικά. Άλλοι γράφουν πως γεννήθηκε πριν από το 210 μ.χ. και μαρτύρησε λίγο μετά τη βάπτισή του το 251 επί Ρωμαίου Αυτοκράτορα Δεκίου, και άλλοι ότι γεννήθηκε αργότερα και μαρτύρησε το 308 όταν Αυτοκράτορας ήταν Διοκλητιανός και βαπτίστηκε λίγο πριν τον μαρτυρικό του θάνατο στην Αντιόχεια από τον εκεί παρεπιδημούντα Πατριάρχη Αλεξανδρείας Πέτρο. Επί των παραπάνω διαφωνιών ούτε μπορούμε ούτε μας πέφτει λόγος να πάρουμε θέση. Άλλωστε, από απόσταση τόσων αιώνων οι χρονολογίες σ εμάς τους μη ειδικούς φαίνονται κοντινές και δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία. Γι αυτό και περιοριζόμαστε, κυρίως, σε σχετικούς Αγιολογικούς θρύλους και σε όση Εκκλησιαστική Παράδοση μπορέσαμε να προσεγγίσουμε. Τίποτε δεν έδειχνε ότι ένας γιγαντόσωμος, πολύ δυνατός και αποκρουστικά δύσμορφος άνθρωπος, καταγόμενος από μια βάρβαρη φυλή της Ανατολής που, λόγω της ασχήμιας του τον ονόμαζαν Ρέπροβο (αγριάνθρωπο, ασουλούπωτο, σκυλομούρη), θα γινόταν ένας από τους πιο λαοφιλείς Αγίους της Χριστιανοσύνης. Παρά τη βάρβαρη καταγωγή του ήταν γεμάτος καλοσύνη και συμπόνια. Είχε μέσα του όλες τις αρετές, όλες τις «προδιαγραφές» που έπρεπε να διαθέτει ένας καλός Χριστιανός. Από όσα, μεταξύ θρύλου και ιστορίας, διέσωσαν οι συγγραφείς και μελετητές του βίου του Αγίου, σταχυολογούμε τα παρακάτω: Σκυλοκέφαλο ζωγράφιζαν τον Άγιο Χριστόφορο κάποιοι αμαθείς βυζαντινοί αγιογράφοι. Ο επονομαζόμενος Ρέπροβος όταν ενηλικιώθηκε, κατάλαβε ότι δεν είχε καμιά σχέση με τους ανθρώπους της φυλής του, που επιδίδονταν ακόμα και σε ανθρωποφαγίες! Μια εσωτερική δύναμη τον ωθούσε να εγκαταλείψει τη φυλή του και να κατευθυνθεί προς τον πολιτισμένο κόσμο της Δύσης. Κατά το ατέλειωτο οδοιπορικό του έμαθε από ανθρώπους που κάπου-κάπου συναντούσε, ότι οι βασιλείς και οι ηγεμόνες του δυτικού (του τότε ρωμαϊκού) κόσμου έπαιρναν στην υπηρεσία τους δυνατούς ανθρώπους ως σωματοφύλακες. Τα προσόντα του γι αυτή τη δουλειά φαίνονταν από μακριά και ήταν ακαταμάχητα. Οδοιπορώντας σε μια ερημιά της Ασίας, συνάντησε σε απόκρημνο σημείο έναν καλοκάγαθο γέροντα ο οποίος προσφέρθηκε να τον φιλοξενήσει στη σπηλιά του για να ξεκουραστεί. Ο γέροντας που ήταν ασκητής (μοναχός), έτυχε να γνωρίζει τη γλώσσα του φιλοξενούμενου του και κατάφερε να συνεννοείται μαζί του, αν και ο Ρέπροβος ήταν υπερβολικά βραδύγλωσσος. Ζήτησε από τον γέροντα να του υποδείξει κάποιον καλό ηγεμόνα ή βασιλιά που θα μπορούσε να τον προσλάβει ως σωματοφύλακα. Ο ασκητής που διέγνωσε τον καλοκάγαθο χαρακτήρα και τον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο του νεαρού, του απήντησε ότι γνωρίζει προσωπικά τον καλύτερο και μεγαλύτερο βασιλιά του κόσμου και είναι σίγουρος ότι θα τον δεχθεί στο παλάτι του και θα του δώσει όλα τα καλά του κόσμου, αρκεί να μάθει από τώρα τα θελήματα του βασιλιά, να ασκείται σ αυτά και να τα εκτελεί προτού Εκείνος του τα ζητήσει. Ο Ρέπροβος ενθουσιάστηκε και ρωτώντας πώς μπορεί να μάθει τις επιθυμίες του βασιλιά πριν ακόμα να τον γνωρίσει, έλαβε την απάντηση: Με το να κάνεις πρόθυμα μόνο καλές πράξεις, με το να προσεύχεσαι και να νηστεύεις. Ο νεαρός μορφάζοντας απογοητευτικά είπε: Τα δυο πρώτα μπορώ εύκολα να τα κάνω, τη νηστεία όμως δεν την αντέχω Θα μείνεις του λέει ο γέροντας μερικές μέρες μαζί μου και θα τα αντέξεις όλα. Θα μάθεις να τρως ό,τι και όσο πρέπει, θα προσεύχεσαι όπως εγώ και θα κάνεις τα θελήματα του βασιλιά από τώρα, προτού να γνωρίσεις Εκείνον. Αύριο κιόλας θα φτιάξεις την καλύβα σου δίπλα από το αγεφύρωτο βαθύ και ορμητικό ποτάμι που περνάει μπροστά μας και κάθε φορά που θα βλέπεις αδύναμους διαβάτες να επιχειρούν να το διαβούν, θα τρέχεις κοντά τους, θα τους παίρνεις στους ώμους σου και θα τους περνάς απέναντι, χωρίς καμιά αμοιβή. Έτσι θα σώσεις πολλούς ανθρώπους από βέβαιο πνιγμό. Αυτό είναι ένα από τα πρώτα θελήματα του βασιλιά. Ο νεαρός Ρέπροβος την άλλη μέρα βρέθηκε στο πόστο του και άρχισε το θεάρεστο έργο του. Μια χειμωνιάτικη βραδιά-κόλαση, που με καταιγίδα «έσμιξε ο ουρανός με τη γη», με ασταμάτητα μπουμπουνητά και αστροπελέκια, με χοντρό χαλάζι και τσουχτερό κρύο, με το ποτάμι να ξεχειλίζει από την κατεβασιά και να βογκάει από την ορμή του, άκουσε από την απέναντι όχθη γοερές κραυγές μικρού παιδιού, που το έδερνε το χαλάζι και το ξεπάγιαζε το κρύο, να ζητάει απεγνωσμένα βοήθεια μες την ερημιά!… Αψηφώντας τον κίνδυνο, πήρε ένα μακρύ σταλίκι για στήριγμα, μπήκε το αγριεμένο ποτάμι και κλυδωνιζόμενος βγήκε απέναντι, πήρε στους ώμους το ανάλαφρο παιδί και αγκομαχώντας το έφερε στην καλύβα του και το έβαλε κοντά στη φωτιά να ζεσταθεί, λέγοντάς του: – Αυτό που έπαθα μ εσένα, παιδί μου, δεν το έχω πάθει με μεγάλους και υπέρβαρους άνδρες που κουβάλησα στους ώμους μου!… Σε πήρα ανάλαφρο σαν πούπουλο και όσο περνούσαμε το ποτάμι γινόσουν βαρύς κι ασήκωτος, λες και κουβαλούσα στην πλάτη μου όλο τον κόσμο. -Ναι, καλέ μου άνθρωπε, είπε το παιδί, δεν κουβαλούσες μόνο όλο τον κόσμο, αλλά και τον δημιουργό αυτού του κόσμου. Και μόλις ολοκλήρωσε τη φράση του, εξαφανίστηκε! Ήταν ο ίδιος ο Χριστός! Γι’ αυτό, όταν αργότερα ο Ρέπροβος βαπτίστηκε, ονομάστηκε Χριστόφορος, αφού εν αγνοία του μετέφερε στους ώμους του τον ίδιο το Χριστό. Το θεάρεστο έργο του Ρέπροβου στο ποτάμι και η ευγνωμοσύνη που έδειχναν σ αυτόν οι στρατοκόποι ειδωλολάτρες για τη βοήθειά του, για τη χριστιανή αγάπη, το ήθος και την ανθρωπιά του, ανησύχησαν τον φανατικό ειδωλολάτρη Ρωμαίο ηγεμόνα της περιοχής που φοβήθηκε μήπως αυτός ο παράξενος άνθρωπος αποκτήσει λαϊκό έρεισμα και αποτελέσει επικίνδυνο προσωπικό του αντίπαλο. Έστειλε αμέσως πάνοπλους στρατιώτες να τον βρουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του για να τον γνωρίσει, να τον καλοπιάσει και να τον εντάξει στην υπηρεσία του για να έχει εξασφαλισμένα τα νώτα του, αλλά και για να εκμεταλλευθεί υπέρ των ειδωλολατρών και εις βάρος των Χριστιανών τη σωματική του δύναμη και τα ψυχικά του χαρίσματα. Ο Ρέπροβος πήρε το σταλίκι του και ακολούθησε τους στρατιώτες. βλέποντας ο ηγεμόνας μπροστά του έναν γίγαντα με αγριωπή μορφή και με υπερφυσική σωματική διάπλαση, τον περιποιήθηκε και του υποσχέθηκε ότι στο παλάτι του θα περάσει «ζωή χαρισάμενη», αρκεί να υπακούει στις προσταγές του και να εκτελεί πού και πού μερικές δύσκολες εργασίες που δεν μπορούσαν να κάνουν άνθρωποι με τη συνηθισμένη δύναμη. Οι σωματοφύλακες του ηγεμόνα άρχισαν να τον ζηλεύουν για την υπερβολική δύναμή του και για την εύνοια που έδειχνε προς αυτόν ο ηγεμόνας. Τον κορόιδευαν για την ασχήμια και Ο Άγιος Χριστόφορος τη βραδυγλωσσία του και σιγά σιγά τον μίσησαν και άρχισαν να τον διαβάλλουν, να τον «καρφώνουν» στον ηγεμόνα για τη συμπαράσταση και τη συμπόνια που έδειχνε προς τους Χριστιανούς, τους οποίους ο ηγεμόνας είχε θέσει υπό απηνή διωγμό. Οι κοροϊδίες δεν τον άγγιζαν. Τον συντάρασσαν όμως οι απάνθρωποι βασανισμοί των αθώων Χριστιανών. Ήθελε να παρουσιαστεί στον ηγεμόνα να τον καταπραΰνει και να διαμαρτυρηθεί, αλλά καταλάβαινε ότι τραυλός όπως ήταν και με τη βάρβαρη γλώσσα του, δεν θα μπορούσε να πείσει τον ηγεμόνα να σταματήσει τα μαρτύρια των Χριστιανών. Νιώθοντας βαθιά θλίψη κλείστηκε στο δωμάτιό του και γονατιστός παρακάλεσε τον Χριστό να τον απαλλάξει από τις φυσικές αδυναμίες του και να τον κάνει ικανό να υπερασπίζεται τους Χριστιανούς. Πριν τελειώσει την κατανυκτική προσευχή του, μια εκθαμβωτική λάμψη έφερε μπροστά του έναν ασπροφορεμένο Άγγελο ο οποίος, αφού άγγιξε τα χείλη του και φύσηξε στο στόμα του, εξαφανίστηκε! Από εκείνη τη στιγμή ο Ρέπροβος απαλλάχτηκε από την ασχήμια του προσώπου του και έγινε χειμαρρώδης ρήτορας. Παρουσιάστηκε αμέσως στον ηγεμόνα. Εκείνος εξεπλάγη από την μεταμόρφωση του Ρέπροβου, θαύμασε τη ρητορική του δεινότητα αλλά, σαν βαμμένος ειδωλολάτρης που ήταν, δεν ήθελε να ακούσει τίποτε για ανθρωπιά, που θα είχε ως αποτέλεσμα το σταμάτημα των διωγμών εναντίον των Χριστιανών. Από τότε ο Ρέπροβος πήρε το ραβδί του (σταλίκι) και εγκατέλειψε το παλάτι και την καλοπέραση και μοιράστηκε με τους Χριστιανούς τις κακουχίες, τις στερήσεις, τους χλευασμούς και τα μαρτύρια. Τους εμψύχωνε με τα λόγια του και τους προστάτευε με τη δύναμή του. Πολλοί ειδωλολάτρες τον άκουγαν, μαγεύονταν από τα θεϊκά του λόγια και ασπάζονταν τον χριστιανισμό, γεγονός έκανε τον ηγεμόνα να στείλει 200 στρατιώτες να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιόν του αλυσοδεμένο. Η εντολή του ηγεμόνα μαθεύτηκε και οι χριστιανοί έκρυψαν τον Άγιο σε ένα απόμερο εκκλησάκι. Μετά από μερικές ημέρες οι διώκτες του μπαϊλντισμένοι από την πείνα (είχαν τελειώσει τα τρόφιμά τους) τον βρήκαν στο εκκλησάκι και του ανακοίνωσαν τη διαταγή του ηγεμόνα. Τους παρακάλεσε να καθυστερήσουν για μερικές ημέρες τη σύλληψή του και να τον συνοδέψουν στην πλησιέστερη πόλη να βαπτιστεί, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν γιατί δεν μπορούσαν να αντέξουν άλλο την πείνα. Είχαν τελειώσει όλες οι τροφές τους. Τότε ο Άγιος έμπηξε στην αυλή το ξηρό ραβδί στο οποίο είχε δεμένο ένα ξεροκόμματο για τον εαυτό του, μπήκε στο εκκλησάκι, προσευχήθηκε για λίγο και πριν προλάβει να βγει, το κατάξερο σταλίκι του έγινε θεόρατο δέντρο πλατύφυλλο και ολάνθιστο και στη σκιά είχαν σωρευθεί κάνιστρα γεμάτα ψωμιά και προσφάγια. Οι πεινασμένοι στρατιώτες αφού έφαγαν καλά και εφοδιάστηκαν για το ταξίδι, ευχαρίστησαν τον Άγιο και πίστεψαν στο Θεό των Χριστιανών. Τον συνόδεψαν στην Αττάλεια όπου βαπτίστηκε από τον εκεί παρεπιδημούντα Επίσκοπο Αντιοχείας Βαβύλα, ο οποίος του χάρισε το όνομα Χριστόφορος, σε ανάμνηση του θαύματος της μεταφοράς του Χριστού στους ώμους του. Μαζί του βαπτίστηκαν Χριστιανοί και οι διακόσιοι (200) ειδωλολάτρες στρατιώτες που τον συνόδευαν. Κατενθουσιασμένος ο Άγιος που μαζί βαπτίστηκαν Χριστιανοί και οι στρατιώτες, τους προέτρεψε να εκτελέσουν την προσταγή του ηγεμόνα και να τον οδηγήσουν αλυσοδεμένο ενώπιον του. Ο ηγεμόνας με καλοπιάσματα και δελεαστικές υποσχέσεις προσπάθησε να τον κάνει να αποκηρύξει τον χριστιανισμό και να πιστέψει στα είδωλα. Τα ταξίματα του ηγεμόνα δεν έπιασαν. Αντίθετα, έδωσαν την ευκαιρία στον Άγιο να κηρύξει το Λόγο του Θεού, να αναφερθεί στο γελοίο του ειδωλολατρισμού και να κατακεραυνώνει την βαρβαρότητα του ηγεμόνα. Ο πανούργος ηγεμόνας προσπάθησε και με άλλους τρόπους να κάνει τον Άγιο να αλλαξοπιστήσει. Tου έστειλε στο δωμάτιό του δυο από τις ομορφότερες και προκλητικότερες νεαρές πόρνες της περιοχής του, την Ακυλίνα και την Καλλινίκη, για να τον σαγηνέψουν με τα κάλλη τους και να τον εξωθήσουν στην αμαρτία. Ο Άγιος με τη δύναμη της προσευχής του εξαπέστειλε στο πυρ το εξώτερο τους πειρασμούς και κατάφερε να κατηχήσει τις νεαρές, να τις επαναφέρει στο δρόμο της αγνότητας και της αρετής και να τις κάνει διαπρύσιες κήρυκες του χριστιανισμού. Εξερχόμενες μάλιστα από το δωμάτιο του Αγίου επιχείρησαν να κατηχήσουν τον ίδιο τον ηγεμόνα και τον κάλεσαν να ασπασθεί τον χριστιανισμό, με αποτέλεσμα να τον εξαγριώσουν και να τις θανατώσει με τους πιο απάνθρωπους βασανισμούς. Η Ακυλίνα μαρτύρησε την 1 η και η Καλλινίκη την 2 α Απριλίου εκείνου του χρόνου (251 ή 308 π.χ). Είδε και αποείδε ο ηγεμόνας ότι ο Άγιος ήταν αδύνατον να αποκηρύξει τον Χριστό, αποφάσισε να τον καταδικάσει σε μαρτυρικό θάνατον. Διέταξε τους υποτακτικούς του να επινοήσουν τα πιο φρικτά βασανιστήρια: Του έβαλαν αναμμένους δαυλούς τις μασχάλες και εκείνος χαμογελούσε, τον κάθισαν σε μεταλλική καρέκλα, κάτω από την οποία έκαιγε δυνατή φωτιά και ενώ η καρέκλα έλιωνε, ο Άγιος παρέμενε άθικτος και χαρούμενος. Τον έριξαν σε πηγάδι δεμένο σε ογκόλιθο, αλλά εκείνος βγήκε θριαμβευτής. Τον έριξαν σε μανιασμένα λιοντάρια να τον κατασπαράξουν, αλλά εκείνα τον έγλειφαν και έπαιζαν μαζί του. Ύστερα από κάθε τέτοιο αναποτελεσματικό μαρτύριο πολλοί ειδωλολάτρες που παρακολουθούσαν το «θέαμα» έτρεχαν κοντά του και ομολογούσαν την πίστη τους στο Χριστό, αδιαφορώντας για το δικό τους μαρτύριο που τους περίμενε. Ο Άγιος για να δώσει τέλος στους φρικιαστικούς θανάτους των αθώων ανθρώπων, που πλήρωναν με τη ζωή τους την προσχώρησή τους στις στρατιές των πιστών του Αληθινού Θεού, παρουσιάστηκε στον ηγεμόνα και αφού του διαμήνυσε ότι τα φρικτά βασανιστήρια που εξαιτίας υφίστανται οι άνθρωποι, θα τα υποστεί και ο ίδιος αθροιστικά και ότι το τέλος του θα είναι τραγικό, του δήλωσε ότι θέλημα του Θεού είναι να βγαίνει πιο δυνατός ύστερα από κάθε βασανιστήριο. Όμως, του είπε, ήρθε η ώρα που ο Θεός εισάκουσε την προσευχή μου και θα δεχθεί το πνεύμα μου μόνο αν με αποκεφαλίσεις. Εμπρός, λοιπόν, ας πάρει ο καθένας μας το δρόμο του, εγώ τον ευλογημένο προς το Θεό και εσύ τον καταραμένο προς τον διάβολο. Ο ηγεμόνας αφρίζοντας από θυμό διέταξε αμέσως τον αποκεφαλισμό του. Στον τόπο του μαρτυρίου έγινε δεκτή η τελευταία του επιθυμία και τον άφησαν για λίγο να προσευχηθεί. Γονατιστός ο Άγιος ευχαρίστησε τον Θεό που τον βοήθησε και τον παρακάλεσε να κρίνει τον βασανιστή των Χριστιανών κατά τα έργα του, να δώσει τη Χάρη Του για να σταματήσουν τα μαρτύρια των ανθρώπων, να καρποφορεί η γη, να προστατεύει τα σπαρτά από θεομηνίες και καταστροφές, να απαλλάξει τους ανθρώπους από την πείνα, από τους πολέμους και από κάθε κακό. Μόλις τελείωσε την προσευχή του, φώναξε τον δήμιο και του είπε: Κάνε, παιδί μου, ό,τι σε διέταξαν, χωρίς να έχεις τύψεις. Και εκείνος ο άμοιρος πλησίασε με δέος τον Άγιο και με τρεμάμενα χέρια τον αποκεφάλισε και αμέσως σφάχτηκε και ο ίδιος και έσμιξε το αίμα του με το αίμα του Αγίου. Ήταν η 9 Μαΐου κατά την οποία οι Χριστιανοί γιορτάζουν τη μνήμη του Μεγαλομάρτυρα Αγίου Χριστοφόρου. Ο Επίσκοπος Ατταλείας Πέτρος αφού δωροδόκησε τους άντρες του εκτελεστικού αποσπάσματος, μετέφερε το λείψανο του Αγίου στην πόλη και το ενταφίασε με σεβασμό και ευλάβεια στην όχθη του εκεί ορμητικού ποταμού που, από τότε, γαλήνεψε και έπαψε να προξενεί με τις κατεβασιές του πνιγμούς και καταστροφές. Τζουμέρκα μου περήφανα! από την σκληράδα, λόγω του κακοτράχαλου του εδάφους, αλλά χαρακτηρίζονται και από την ευγένεια της ψυχής και, προπάντων από την αξιοπρέπεια. Γι’ αυτό στη Μνήμη του, μετά τη Θεία Λειτουργία, γίνεται αρτοκλασία και αναπέμπεται από τον ιερέα ευχή και παράκληση για την καρποφορία της γης και την προστασία των χωραφιών (ιδίως των αμπελιών) από το χαλάζι, ζιζάνια και ασθένειες. Ο Άγιος είναι και προστάτης των οδοιπόρων, των εποχούμενων και των οχημάτων τους. Γι αυτό και σήμερα ακόμη, κατά την πρώτη κυκλοφορία των οχημάτων, γίνεται σ αυτά και παρουσία των κατόχων τους αγιασμός και παράκληση προς τον Άγιο να έχει υπό την προστασία του οδηγούς, επιβάτες και οχήματα. Ο βασανιστής του Αγίου και όλων των χριστιανών ηγεμόνας, είχε φρικτό τέλος. Επί μήνες βασανιζόταν από αβάσταχτους πόνους και αν δεν τον πασπάλιζαν με λίγο χώμα από εκείνο που ο Άγιος πότισε με το αίμα του, η αμαρτωλή ψυχή του δεν θα ξεκολλούσε εύκολα από το σαπισμένο από την αρρώστια σώμα του.


Το Απολυτίκιο του Αγίου Χριστοφόρου, του Μεγαλομάρτυρα.
«Στολαίς ταις εξ αίματος ωραϊζόμενος, Κυρίω παρίστασαι, τω ασιλεί Ουρανών, Χριστοφόρε αοίδιμε. όθεν συν Ασωμάτων, και μαρτύρων χορείας, άδεις τη τρισαγίω και φρικτή μελωδία διό ταις ικεσίαις ταις σαις, σώζε τους δούλους σου».


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα παραπάνω αποτελούν καταστάλαγμα των όσων κατά καιρούς διάβασα από εγκυκλοπαίδειες και συναξάρια μοναχών για τον βίο του Αγίου.
(Πηγή: Εφημερίδα Άγναντα Άρτας Αρ. Φύλλου 182, Ιανουάριος- Φεβρουάριος- Μάρτιος 2013 Σελίδα 1, 8 κ 9, κείμενο Χρ. Παπακίτσος) https://agnanta.com.gr/wp-content/uploads/2021/04/182_s.pdf