Γράφει ο ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΚΑΠΕΛΗΣ

Αναμνήσεις, παιδικές, τραυματικές για πολλούς, απίστευτες καταστάσεις, που αν δεν τις ζήσει κανείς, δεν είναι καθόλου εύκολο να τις διανοηθεί και να κατανοήσει τα συναισθήματα των ανθρώπων που τα έζησαν από πρώτο χέρι.

Επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης 60 χρόνων απ΄την καταστροφή, αναφέρομαι για την γενέτειρά μου, το συνοικισμό Στρανά Αγνάντων !

Ήταν κατά τους στρανιώτες και όχι μόνο, ο πιο ζωντανός συνοικισμός της κοινότητας Αγνάντων.
Σε απόσταση 2 με 2,5 χιλιόμετρα, με τα πόδια, από το κεφαλοχώρι των Αγνάντων και σε υψόμετρο περίπου τα 900-950 μέτρα, ήταν ένας συνοικισμός σχετικά συγκεντρωμένος, με γειτονιές … γειτονιές κατά τόπους και ενδιάμεσα υπήρχαν τα μποστάνια και τα χωράφια των κατοίκων του.
Προσανατολισμός νοτιοανατολικός, αυτό που λέμε ’’προσήλιο’’, με πλάτη στο Βοριά το βουνό από πίσω του, οι κήποι και τα χωράφια του, όλα σχεδόν ποτιστικά, γεμάτα από όλων των ειδών τα λαχανικά, κηπευτικά, οπωροφόρα δέντρα, κληματαριές στις άκρες και θέα ανεμπόδιστη βλέποντας προς ανατολικά τα επιβλητικά Τζουμέρκα και προς Νότο και Δύση τα απέναντι χωριά και το Ξηροβούνι.

Πάνω από 40 οικογένειες έμεναν εκεί μέχρι εκείνη την αποφράδα μέρα της 4ης Φλεβάρη του 1963. Οι κάτοικοι ήταν αγρότες, μαστόροι, οικοδόμοι, κτηνοτρόφοι ή και λίγο απ’ όλα.
Τα Στρανά είχαν τότε πρόσφατα αποκτήσει και δικό τους Δημοτικό Σχολείο με τον δικό τους δάσκαλο, τον αείμνηστο Στέφανο Φίλο, που ήταν και ο πρώτος μου δάσκαλος.

Ήταν κλιματολογικά δύσκολη εκείνη η χρονιά, βαρύς ο χειμώνας, επί σχεδόν μια εβδομάδα χιόνιζε, το ύψος του χιονιού στα Στρανά έφτασε σχεδόν το 1,5 μέτρο, ξεπερνούσε το μπόι μας, εμάς τους πιτσιρικάδες.

ΘΕΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΣΤΡΑΝΑ

Οι μεγάλοι κάθε μέρα φρόντιζαν να ρίχνουν το χιόνι από τις πλακόστρωτες σκεπές για να αποφύγουν την επιβάρυνση από το βάρος του χιονιού και την πιθανή υποχώρησή τους.

Ήταν ακόμα ’’πολυτέλεια’’ τότε τα κεραμίδια, οπότε με πλάκες ήταν στρωμένες σχεδόν όλες οι σκεπές όπως οι περισσότερες εκείνες τις εποχές στην Ήπειρο και όχι μόνο. Θυμάμαι μόνο το Δημοτικό σχολείο που ήταν τότε νεότευκτο, να έχει κεραμίδια.

Ανοίγαμε λοιπόν το ραδιόφωνο που είχαμε στο σπίτι μας, ένα από αυτά τα παλιά, τα παγκοσμίου λήψης, συνδεδεμένο με εξωτερική κεραία αρκετών μέτρων απλωμένη έξω, κάπου ψηλά, για να ακούσουμε ειδήσεις και τι καιρό θα έχει την επόμενη μέρα. Χιόνια και πάλι χιόνια έλεγε κάθε μέρα…, σε έπιανε λίγο και η απελπισία…

Η ζημιά βέβαια για τα Στρανά, η κατολίσθηση δηλαδή, δεν έγινε μόνο επειδή έπεσαν τότε τα πολλά χιόνια, είχαν ξαναπέσει σχεδόν τόσα απ’ ότι έλεγαν οι μεγαλύτεροι.

Η ζημιά έγινε επειδή όλο αυτό το χιόνι έλιωσε πολύ γρήγορα με βροχή που προέκυψε με το σταμάτημα της χιονόπτωσης και το γύρισμα του αέρα σε νοτιά και την ξαφνική άνοδο της θερμοκρασίας.

Προφανώς κάτω από κάποια μέτρα εύφορου εδάφους, υπήρχε σκληρό και γλιστερό πέτρωμα αυτό που στο χωριό λέγαμε ’’λεκάνι’’, οπότε με όλα αυτά τα νερά από το λιωμένο χιόνι και τη βροχή που συνέχιζε επίμονα, έκαναν το έδαφος να ’’ξεκοπεί’’ από ένα σημείο ψηλά πάνω από τα τελευταία (υψομετρικά) σπίτια και όλος ο συνοικισμός να αρχίζει να κατεβαίνει σιγά-σιγά προς τα κάτω, όπως κυλάει ένα γυαλιστερό ή μεταξωτό ύφασμα σε μια πλάγια επιφάνεια.

Σπίτια τα ’’ρούφηξε’’ η γη μέσα της και τα ξανάβγαλε στην επιφάνεια, για δύο, τρείς ή και περισσότερες φορές με τελικό αποτέλεσμα, ένας σωρός από πέτρες, σοβάδες, ξύλα και πλάκες σκεπής, ανακατωμένα με τα υπάρχοντα του κάθε νοικοκυριού !!!

Γλύτωσε μόνο το Σχολείο και ένα δύο σπίτια που ήταν κάτω χαμηλά στην άκρη του συνοικισμού, όλα τα υπόλοιπα υπέστησαν ολική καταστροφή.

Κήποι και χωράφια ’’άλλαξαν μεγέθη’’ !!!, κάποια που ήταν π.χ. 2 στρέμματα, έγιναν μισό στρέμμα και άλλα που ήταν 1 στρέμμα έγιναν 1,5 και 2 στρέμματα. Δεν έμεινε τίποτα απείραχτο από γη και σπίτια.
Το μόνο θετικό ήταν, ότι όλη η διαδικασία της κατολίσθησης είχε αργό ρυθμό, τουλάχιστον τις πρώτες ώρες, που έδωσε το χρόνο να το αντιληφθούν όσοι ήταν ακόμα ξύπνιοι, ώστε να ειδοποιήσουν του γείτονες με φωνές και τουφεκιές και εκείνοι τους παραπάνω.

Με αυτόν τον τρόπο ειδοποιήθηκαν όλοι και δεν είχαμε ανθρώπινα θύματα σε αυτήν την καταστροφή, αλλά είχαμε ολική καταστροφή περιουσιών, που με κόπους και βάσανα επί δεκαετίες κατάφεραν να αποκτήσουν και να συντηρήσουν τα νοικοκυριά.

Με λίγα λόγια έμειναν όλοι στον δρόμο με ότι φορούσαν και ελάχιστα ’’πολύτιμα’’ αντικείμενα που μπόρεσαν να πάρουν μαζί τους μέσα στη νύχτα.

Θυμάμαι τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, οπτικές και ακουστικές, των πρώτων ωρών…
Μπορούσες να ακούσεις τα τριξίματα των δοκαριών της σκεπής, που τραβούσαν τα δικά τους ζόρια με το άνοιγμα και κλείσιμο του εδάφους…. Άκουγες πεντακάθαρα και δυνατά τα κρακ !!! κρακ !!! κρακ !!!, και έβλεπες στους τοίχους τα ραγίσματα που δημιουργήθηκαν ειδικά στις γωνίες να ανοίγουν όλο και περισσότερο και να πέφτουν σοβάδες στο πάτωμα.

Το φαινόμενο φάνηκε να ξεκίνησε Κυριακή 3 Φλεβάρη μετά τις 9-10 το βράδυ και συνέχισε όλη νύχτα μέχρι και τη Δευτέρα 4 Φλεβάρη το απόγευμα τουλάχιστον. Μετά επιβράδυνε αρκετά μέχρι που σταμάτησε τελείως 2-3 μέρες αργότερα.

Θυμάμαι 12 με 1 τη νύχτα να φεύγουμε από το σπίτι, τη μάνα μου να μας κρατάει από το χέρι τα δύο μικρότερα έχοντας τον μεγαλύτερο μπροστά, να έχουν ανοίξει μεγάλες ρωγμές στο έδαφος σαν μικρά χαντάκια, να πηδάμε πάνω απ’ αυτά για να τα αποφύγουμε και να συνεχίζουμε προς την άκρη του συνοικισμού που ήταν το εξωκλήσι του Αγ. Νικολάου, που εκεί τελικά βγάλαμε την υπόλοιπη νύχτα μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους του συνοικισμού.

Θυμάμαι τον πατέρα να ακολουθεί κουβαλώντας στην πλάτη του, την τυφλή γιαγιά μας και αφού μας άφησε στον Αγ. Νικόλαο, να επιστρέφει πίσω για να σώσει τουλάχιστον το άλογο που είχαμε και μας χρησίμευε σαν μεταφορικό μέσο αλλά και σαν εργαλείο της δουλειάς του.

ΣΤΡΑΝΑ 4-2-1963

Ήταν αγροτικός ταχυδρόμος και τρείς φορές την εβδομάδα το καλοκαίρι και δύο τον χειμώνα περιδιάβαινε και εξυπηρετούσε από Παλαιοχώρι, τους Κτιστάδες, το Αμπελοχώρι και τα χωριά- συνοικισμούς των Ραφταναίων και έφτανε μέχρι τα Φράστα, μια διαδρομή πάνω από 35 χιλιόμετρα ’’πεζή’’ ή καβάλα σε άλογο ή μουλάρι. Μερικά χρόνια αργότερα αυτή τη διαδρομή την έκανα μαζί του και την γνώρισα από πρώτο χέρι, όσον αφορούσε τον ατέλειωτο δρόμο αλλά και τις δυσκολίες του. Δρόμος για αυτοκίνητα και μηχανές σχεδόν ανύπαρκτος τότε….

Επίσης θυμάμαι τον πατέρα, πριν φύγουμε να βάζει κάτω από το τραπέζι του σπιτιού την ραπτομηχανή της μάνας μου και το ραδιόφωνο, και τελικά αποδείχθηκε σοφή η σκέψη του, γιατί αυτά γλύτωσαν την ολοκληρωτική καταστροφή τους.

Η ραπτομηχανή δεν έπαθε σχεδόν τίποτα, το ραδιόφωνο με μια μικρή επισκευή δούλεψε κανονικά.
Επί μέρες μετά όλοι οι κάτοικοι έψαχναν στα συντρίμμια με την ελπίδα να καταφέρουν να βγάλουν κάποια πράγματα που δεν καταστράφηκαν, κουζινικά, ρούχα, σκεπάσματα, εργαλεία κλπ…
Κάποιοι δεν άντεχαν ούτε το θέαμα να αντικρύζουν και τους έπιαναν τα κλάματα. Κόποι μιας ζωής έγιναν σκόνη και θρύψαλα σε λίγες ώρες.

Τα Στρανά δεν υπήρχαν πια, τουλάχιστον όπως τα ξέραμε…, έγιναν παρελθόν !!! Αναμνήσεις; Πολλές

Από δραστηριότητες των κατοίκων, από παιχνίδια των παιδιών, από γιορτές, από προσωπικές στιγμές…, ήταν ο τόπος που γεννηθήκαμε και ζήσαμε τα πρώτα παιδικά μας χρόνια.

Θυμάμαι τον πατέρα μου να φροντίζει ή να τρυγά τα μελίσσια μας, γιατί είχαμε και μελίσσια και όχι μόνο εμείς. Πολλές οικογένειες είχαν τα δικά τους μελίσσια, που τους προμήθευαν το μέλι της χρονιάς και μπορούσαν πιθανόν να φιλέψουν και μια ποσότητα σε συγγενείς και φίλους ή και να πουλήσουν και λίγο, αν είχαν παράγει μεγάλη ποσότητα.

Οικόσιτα ζώα; Όλοι σχεδόν είχαν… κότες, κατσίκες, σκυλιά, γάτες, κάποιο άλογο, μουλάρι ή και γαιδουράκι.

Την εποχή της συγκομιδής των καλαμποκιών, θυμάμαι το πάνω δωμάτιο του σπιτιού να είναι το μισό γεμάτο ως το ταβάνι με καλαμπόκια αξεφλούδιστα.

Ήρθαν το βραδάκι μερικοί από τους γείτονες να ξεφλουδίσουν μαζί μας τα καλαμπόκια, συνοδεία μεζέδων, τσίπουρων και γλυκών κουταλιού και λέγοντας αστεία, ιστορίες καθώς και τα τελευταία νέα-κουτσομπολιά που ήξερε ο καθένας και για τα Στρανά αλλά και τα Άγναντα γενικότερα.

Την άλλη ή παραπάνω μέρα, θα πήγαιναν κάποιοι δικοί μας στου γείτονα το σπίτι, για την ίδια ή ανάλογη δραστηριότητα.

Είχαμε και τηλέφωνο, όχι ατομικό ή οικογενειακό βέβαια, ούτε υπήρχαν τότε τα ασύρματα ή τα κινητά. Είχε στο διπλανό σπίτι, ο θείος Γιώργος, το τηλεφωνικό πρακτορείο του ΟΤΕ.

Ένα τηλέφωνο με μανιβέλα, που όταν την γύριζες και ήταν μια λογική ώρα απαντούσε το τηλεφωνικό κέντρο του ΟΤΕ στα Άγναντα, που σε συνέδεε με το τηλέφωνο που ήθελες ή ζητούσες να στείλεις τηλεγράφημα ή να κάνεις υπεραστική συνδιάλεξη.

Αυτό το τηλέφωνο εξυπηρετούσε ολόκληρο το συνοικισμό.

Δεν συζητάμε για δρόμο δημόσιο που να ανεβαίνει αυτοκίνητο, δεν υπήρχε ούτε στα σχέδια ακόμα.
Ηλεκτρικό ρεύμα φυσικά και δεν υπήρχε… και ο φωτισμός το βράδυ στα σπίτια γινόταν παραδοσιακά με τις λάμπες πετρελαίου που τώρα βλέπουμε συνήθως σε λαογραφικά μουσεία.

Εδώ που τα λέμε στο κεφαλοχώρι στα Άγναντα δεν είχε έρθει ακόμα η ΔΕΗ. Εκεί ήρθε μετά από 5- 6 χρόνια.

Στα Άγναντα όμως, είχε ηλεκτρικό ρεύμα σχεδόν σε όλα τα σπίτια, αλλά προερχόταν από ιδιώτη, που με μια μεγάλη γεννήτρια που δούλευε με πετρέλαιο, και ένα υποτυπώδες δίκτυο διανομής,
προμήθευε το χωριό με ρεύμα συνεχές, (όχι εναλλασόμενο όπως είναι της ΔΕΗ), και όχι όλο το 24ωρο.
Άναβε μόλις νύχτωνε και έκλεινε γύρω στις 11:30 το βράδυ το χειμώνα και 1 ώρα αργότερα το καλοκαίρι.

Δεν υποστήριζε φυσικά ηλεκτρικές συσκευές όπως ψυγεία και κουζίνες, αυτό ήταν βασικά για το φωτισμό των σπιτιών και των δρόμων του χωριού.

Όσον αφορά τη θέρμανση το χειμώνα… βασικά τζάκι …, με αυτό ζεσταινόντουσαν όλα τα σπίτια, δεν θυμάμαι ακόμα σόμπες, πόσον μάλλον σόμπες πετρελαίου ή καλοριφέρ !!! Πολυτέλειες για τις πόλεις και για αυτούς που είχαν το ανάλογο ’’παραδάκι’’ !!!

Σε γιορτές και πανηγύρια στα κοντινά εξωκλήσια, οι στρανιώτες πήγαιναν από τους πρώτους, την γιορτή της Αναλήψεως δε, την θεωρούσαν πρώτα δική τους γιορτή και μετά όλων των υπολοίπων, γιατί ήταν στην γειτονιά τους, ήταν μαζί με τα Κονάκια, τα Κάψαλα και τον Μακρύκαμπο, οι πιο κοντινοί συνοικισμοί στο εξωκλήσι της Ανάληψης.

Οι στρανιώτες ήταν ζωηροί, ζωντανοί άνθρωποι, αρκετά εκδηλωτικοί, μπορεί λίγο φωνακλάδες κάποιοι, αλλά ήταν πρόσχαροι άνθρωποι, φιλόξενοι και στις εκδηλώσεις-γιορτές-πανηγύρια από τους πρώτους !!!

Θυμάμαι χαρακτηριστικά στο πανηγύρι της Ανάληψης που ξεκίναγε αμέσως μετά το τέλος της λειτουργίας και τελείωνε αργά το απόγευμα, να έρχεται πολύς κόσμος, υπήρχε διοργανωτής του πανηγυριού, έφερνε κομπανία με μουσικούς, έψηναν σε σούβλες αρνιά-κατσίκια και σε δύο μεγάλα μεταλλικά βαρέλια έβαζαν τις μπύρες τα κρασιά και τα αναψυκτικά.

Πως τα διατηρούσαν κρύα, παγωμένα;

Με μουλάρια έφερναν από το βουνό πάγο, που υπήρχε στα ανήλιαγα σημεία του βουνού από το χιόνι του χειμώνα, και τον έριχναν σε κομμάτια στα βαρέλια και στη συνέχεια έβαζαν τις μπύρες τα κρασιά και τα αναψυκτικά να παγώσουν. Πάγωναν τόσο πολύ, που ακόμα και τα σύγχρονα ψυγεία τόσο καλά δεν θα τα πάγωναν !!!

Οπότε, αφού υπήρχε ζωντανή μουσική, κόσμος πολύς, μεζέδες καλοί, παγωμένες μπύρες κλπ… τι άλλο θα ήθελαν όλοι να το γιορτάσουν με την καρδιά τους; Χαμός γινόταν μέχρι το βραδάκι…
Μουσική, χορός, διασκέδαση, αντάμωμα πολλών ανθρώπων στα 1200 μέτρα υψόμετρο, μέσα στα έλατα και με θέα απεριόριστη από Γιάννενα μέχρι Άρτα και Αμβρακικό κόλπο.

Τις Κυριακές ή μεγάλες γιορτές κατέβαιναν πολλοί στα Άγναντα για να εκκλησιαστούν, όπως και σε γάμους, βαφτίσια, κηδείες κλπ.

Το Πάσχα κατέβαιναν και για την Σταύρωση, τον επιτάφιο, όπως και για την Ανάσταση, και μετά ομάδες, ομάδες, έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής μέσα στη νύχτα, με αναμμένες λαμπάδες ή φαναράκια.

Το Φθινόπωρο θυμάμαι που έστηναν σε γειτονικό σπίτι το καζάνι για την απόσταξη του τσίπουρου.

Όσοι είχαν αρκετά σταφύλια και έκαναν και κρασί, τα υπολείματα μετά το τράβηγμα του μούστου, το πήγαιναν σε όποιον είχε το ειδικό καζάνι και έβγαζαν το τσίπουρο της χρονιάς.

Εμείς σαν παιδιά, όλα τα παρατηρούσαμε και προσπαθούσαμε να διασκεδάσουμε με οτιδήποτε συνέβαινε στον περίγυρό μας.

Σαν παιδιά, παιχνίδια δεν είχαμε, που να τα βρούμε και με τι χρήματα να τα αγοράσουμε; Κατασκευάζαμε παιχνίδια και με αυτά παίζαμε στις γειτονιές που μαζευόμασταν.

Άλλος έφτιαχνε μεγάλη κούνια και την έδενε σε ψηλό δέντρο όπως σε μια τεράστια καρυδιά που είχαμε κοντά μας, άλλος έφτιαχνε πατίνι, αφού από κάπου είχε εξοικονομήσει κάποια ρουλεμάν και το ανάλογο σανίδι, όταν δε βρίσκαμε καμμιά καλή μπάλα, ανεβαίναμε ψηλά, πάνω από την κορφή του συνοικισμού, στη ’’λάκα του Παπαχρήστου’’, ένα μεγάλο επίπεδο χέρσο χωράφι που ήταν το γήπεδό μας.

Παίζαμε φυσικά και με βώλους, παίζαμε τα ’’καρύδια’’, παίζαμε κρυφτό, κάναμε τσουλήθρες σε κατηφορικά σημεία στα χορτάρια ή και στο χώμα και ότι άλλο σκαρφιζόμαστε.

Τα γόνατά μας, μόνιμα γρατσουνισμένα ή και ματωμένα αλλά δεν μας ένοιαζε… Τσαλαβουτάγαμε και σε καμμιά ’’γούρνα’’, που σχηματιζόταν από το γειτονικό χείμαρρο, με το λιγοστό νερό που είχε, και κάναμε το ’’μπάνιο’’ μας, παρ’ ότι το νερό ήταν παγωμένο γιατί λίγο πιο ψηλά ήταν οι πηγές της ’’Γκούρας’’ !

Θυμάμαι μπροστά στο σπίτι μας είχε μια τεράστια μουριά που έκανε ωραία άσπρα μούρα, όχι τα μεγάλα, τα μικρά, αλλά ήταν πεντανόστιμα.

Ανέβαινε ο μεγαλύτερος της παρέας στην μουριά, και τέσσερις από κάτω κρατάγαμε ένα σεντόνι ανοιχτό, κούναγε με δύναμη τα κλαδιά ο από πάνω, έπεφταν σωρό τα μούρα πάνω στο σεντόνι.
Βρίσκαμε ένα μεγάλο ταψί και βάζαμε κρύο νερό και μέσα εκεί βάζαμε και τα μούρα, για να ξεπλυθούν και να παγώσουν και μετά τα τρώγαμε καθαρά και δροσερά !

Κληματαριές γεμάτες με σταφύλια υπήρχαν σχεδόν σε κάθε σπίτι, συκιές, κορομηλιές, κερασιές, ροδακινιές επίσης, τα φρούτα δεν θυμάμαι να μας έλειπαν ποτέ, όλο και κάποια υπήρχαν…
Στα μάτια μας σαν παιδιά και όχι μόνο σε μας, αυτός ο συνοικισμός φάνταζε τότε σαν παράδεισος.
Δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε ότι υπάρχει περίπτωση να ξεριζωθούμε μέσα σε ένα βράδυ από εκεί και να εγκατασταθούμε μόνιμα πλέον κάπου αλλού !!!

Εκ των υστέρων βέβαια σκεπτόμενος κάποιος πιο ώριμα και ψύχραιμα, αφού έχουν καταλαγιάσει πλέον τα συναισθήματα της σκληρής και αναπάντεχης καταστροφής, βλέπει και κάτι θετικό μέσα σε όλα αυτά τα αρνητικά που προκάλεσε η κατολίσθηση των Στρανών.

Κάποιοι από τους μεγαλύτερους, που ήταν τεχνίτες, οικοδόμοι, κλπ, που δεν είχαν σταθερό, καθημερινό μεροκάματο στο χωριό και τα τριγύρω χωριά, αναγκάστηκαν να μετακομίσουν μόνιμα στην Άρτα, τα Γιάννενα και κυρίως στην Αθήνα.

Εκεί βρήκαν δουλειές, που είχαν καθημερινό και καλύτερο μεροκάματο και όσοι ήταν άξιοι και ιδιαίτερα εργατικοί, κατάφεραν να κερδίσουν αρκετά χρήματα, κατάφεραν να κάνουν δικές τους δουλειές, έγιναν μικροεπιχειρηματίες, εργολάβοι, έμποροι, δημιούργησαν περιουσίες και βελτίωσαν κατά πολύ το βιοτικό τους επίπεδο.

Είναι αυτό που έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι: ’’ουδέν κακόν αμιγές καλού’’ !!!

Τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους και να μην συνέβαινε η κατολίσθηση, θα έφευγαν κάποια στιγμή για σπουδές και δουλειές, για τις μεγαλύτερες πόλεις, ήταν αναπόφευκτο, θα έμενε όμως ο συνοικισμός με τα σπίτια του, και κάποιοι από τους μεγαλύτερους θα συνέχισαν να ζουν εκεί, θα πήγαινε και δρόμος για αυτοκίνητα, θα πήγαινε και το ηλεκτρικό ρεύμα, θα υπήρχε ακόμα μια σχετική ζωή εκεί.
Τώρα υπάρχουν δύο τρία σπίτια που ξαναχτίστηκαν εκ των υστέρων, αλλά δεν φτάνουν για να ξαναζωντανέψουν τα Στρανά …. Δυστυχώς !!!

Πιστεύω απλά με όλα αυτά που έγραψα, πρώτον θα ξανάρθουν στην μνήμη για μια φορά ακόμα σε όσους τα έζησαν, και δεύτερον θα μάθουν κάποιες λεπτομέρειες όσοι δεν τα έζησαν αλλά θα ήθελαν να μάθουν για τα Στρανά, π.χ. οι νεώτερες γενιές…

Ένα αφιέρωμα για την γενέτειρά μου, ένας φόρος τιμής, για τα Στρανά !!!

Θεόφιλος Καπέλης

Νέα Ιωνία

Το σχόλιο σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *