ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΠΛΑΚΑΣ ΚΑΙ ΑΓΝΑΝΤΩΝ 1821 ΚΑΙ 1822
Άρθρο του αείμνηστου Μιχάλη Γ. Χάρου στην Εφημερίδα “ΑΓΝΑΝΤΑ- ΑΡΤΑΣ” ( φ. 163 Απρίλιος- Μάιος- Ιούνιος 2008 σελ.1&9)
Οι Τζουμερκιώτες, ράτσα περήφανη και σκληροτράχηλη με ακονισμένο απ’ την τουρκική τυραννία εθνικό φρόνημα, εμψυχωμένοι από ένα ατίθασο πνεύμα ανεξαρτησίας με μια σκληρή εμφανή στα πάτρια ήθη και με το πείσμα δυνατότερο απ’ το σίδερο, τον χρόνο και το θάνατο, έκαναν δυναμικά την επαναστατική τους παρουσία στον ξεσηκωμό του Γένους μας, το 1821.
Οι Τούρκοι πάτησαν τα Τζουμερκοχώρια το 1449, δεκαοχτώ χρόνια μετά τα Γιάννενα. Αποτελούσαν πηγή εφοδιασμού και σύντομο δρόμο επικοινωνίας των Τούρκων από το ηπειρώτικο κέντρο, τα Γιάννενα, με Αιτωλοακαρνανία και Ανατολική Ελλάδα, μέσω Πλάκας, Τζουμερκοχωρίων, Ασπροποτάμου, Αγράφων και Μακρυνόρους. Από τα πρώτα χρόνια τα χωριά μας εμφανίστηκαν ανήσυχα και δυνατά επαναστατικά κέντρα, με ζωηρό πνεύμα και ασίγαστο πόθο απελευθέρωσης. Οι Τζουμερκιώτες εξόντωσαν τα τουρκικά αποσπάσματα και τους δερβεναγάδες κατά το διάβα τους απ’ τα Τζουμέρκα, γεγονός που ανάγκασε τον Σουλτάνο να τους παραχωρήσει αυτονομία, ιδρύοντας το έτος 1537 το “Αρματωλίκι των Τζουμέρκων”.Κατά την αληπασαϊκή θηριωδία, που λυμαίνονταν τα Τζουμέρκα βίαιες αλβανικές ληστρικές επιδρομές, που αφάνισαν, κατά μια ιστορική μαρτυρία 19 Τζουμερκοχώρια, αναγκάστηκαν να οργανώσουν τα δικά τους τους καπετανάτα, για αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή τους. Έτσι η επανάσταση του 1821 βρήκε τα χωριά μας έτοιμα να προσφέρουν υπολογίσιμο και εμπειροπόλεμο δυναμικό στον αγώνα. Γι’ αυτό ο Χριστόφορος Περραιβός από το Σούλι σε επιστολή του τον Φεβρουάριο του 1817 προς τον τότε τσάρο της Ρωσίας Αλέξανδρο κατέτασσε τους Τζουμερκιώτες στις πολεμικότερες περιοχές της δυτικής Ελλάδας, με το αρχαίο μάλιστα όνομά τους “ΑΘΑΜΑΝΕΣ”. Ο δε Αθανάσιος Ψαλίδας τον Φεβρουάριο του 1823 έγραφε στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο ότι “είναι μαθημένα καλά στο ντοφέκι τα Τζουμέρκα” και για την περιοχή (Νομό σήμερα) Άρτας ότι “στα χωριά είναι Έλληνες χριστιανοί, εις τον κάμπον δειλοί και εις τα βουνά πολεμικοί”.
Οι Αγναντίτες τον καιρό των μαχών στην Πλάκα και Άγναντα διέθεταν εμπειροπόλεμους και σκληρούς πολεμιστές, σύμφωνα με μια μαρτυρία, που θα αναφερθεί πιο κάτω. Η ιστορία πάντως δεν κατέγραψε ονόματα Αγναντιτών οπλαρχηγών ή καπετάνιων, ίσως δε και σημαντικότατα ιστορικά γεγονότα ώστε ο χρόνος να τα βυθίσει στη λησμονιά. Αναφέρεται ένας χωριανός με το όνομα Γιώργος Αγναντίτης έμπιστο και τίμιο παλληκάρι του καπετάνιου Μήτρου Κουτελίδα από τη Χόσεψη (Κυψέλη). Η έλλειψη ιστορικής καταγραφής της περιοχής μας έκανε τον λόγιο και ιστορικό, μελετητή Γιάννη Βλαχογιάννη να επαινέσει τον Γιάννη Μακρυγιάννη στην έκδοση των “ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΩΝ” του, για την αναφορά του στα γεγονότα Πλάκας και Αγνάντων χαρακτηρίζοντάς την “λίαν ενιδαφέρουσαν, ως μη επαρκώς γνωστής ούσης της εν Ηπείρω αρχής της επαναστάσεως”.
Στις αρχές του 1820 ο Σουλτάνος κήρυξε τον Αλή πασά των Ιωαννίνων “ένοχον καθοσίωσης” δηλ. αντάρτη και έστειλε ισχυρές τουρκικές δυνάμεις εναντίον του με τον Ισμαήλ Πασόμπεη πρώτα και αργότερα με περισσότερες τον πανούργο και ικανότατο Χουρσίτ, πασά της Τρίπολης. Οι δυνάμεις αυτές συνολικά ξεπέρασαν τις ογδόντα χιλιάδες και ο ηπειρωτικός χώρος βρέθηκε “πνιμένος όλος από Γιάννενα, Άρτα, Πρέβεζα, Σούλι, όλο αυτό το πλήθος τουρκιά και πασάδες κι όλο νέοι κουβαλιούνταν απ’ όλα τα μέρη της Τουρκιάς και Αρβανιτιάς…” (Μακρυγιάννης). Για να εξασφαλίσει ο Χουρσίτ τις μετακινήσεις του στρατού και του εφοδιασμού του, έστειλε στα περάσματα – διαβάσεις της Ηπείρου με την υπόλοιπη Ελλάδα ισχυρές φρουρές. Σημαντικότατη η διάβαση της Πλάκας Αράχθου, όπου έστειλε Αλβανούς με τον Βεκούτ Γαρδίκη και τέσσερις χιλιάδες Τούρκους με τον Τοπάλ Αλή πασά. Ήθελε με τη δύναμη αυτή να εκφοβίσει τους Τζουμερκιώτες και να αποθαρρύνει επαναστατικές κινήσεις τους Ο Μάρκος Μπότσαρης είχε περάσει στα Τζουμερκοχώρια να ενθαρρύνει τους κατοίκους και να συσκεφθεί με τον καπετάνιο των Τζουμέρκων Κουτελίδα και του Ραδοβυζίου Γώγο Μπακόλα, για τον έλεγχο των ηπειρωτικών διαβάσεων και αποκλεισμό κινήσεων και εφοδιασμού του Χουρσίτ. Κατά την επιστροφή του στο Σούλι, τον ακολούθησαν το Τζουμερκιώτικο σώμα με τους αδελφούς Μήτρο και Γιάννη Κουτελίδα, ο πιστός φίλος και συνεργάτης των Κουτελιδαίων, οπλαρχηγός Ράμιας Γιώργης Μήτσιος, οι Ακαρνάνες με τον Γιάννη Ράγκο, Ανδρέα Ίσκο κ.α. Στην Πλάκα επιτίθενται αιφνιδιαστικά στους Αλβανους του Γαρδίκη και στους Τούρκους του Τοπάλ Αλή τους πανικοβάλλουν και τους τρέπουν σε φυγή, σκοτώνοντας 200 Τούρκους. Έλληνες σκοτώθηκαν τέσσερις. Η μάχη αυτή στην Πλάκα έγινε 30 Ιουνίου 1821.
Η συντριβή και διάλυση της τουρκικής δύναμης στην Πλάκα έκανε τον Χουρσίτ θηρίο και να κινηθεί κεραυνοβόλα. Στέλνειπάλι στην Πλάκα τον Βεκούτ Γαρδίκη με τέσσερις χιλιάδες τώρα Αλβανούς και τον Τοπάλ Αλή με ενισχυμένο το ορδί του. Στέλνει από την Άρτα, μέσω Καλεντίνης – Ανεμορράχης – Ράμιας τον Αμπεκηρ Τζογαδόρο και Τσαρακτσή Μεχμέτ με ισχυρές δυνάμεις να χτυπήσουν από τα νώτα τους Έλληνες στην Πλάκα, όταν
επιτεθούν Γαρδίκης και Τοπάλ. Από την Άρτα στέλνει επίσης άλλο τμήμα με τον Ισμαήλ πασά μέσω Ξηροβουνίου και Δρίσκου στο Συρράκο – Καλαρρύτες, να καταπνίξει την επανάσταση εκεί και από Χρηστούς – Κτιστάδες – Ραφταναίους να κλείσει του Έλληνες στην Πλάκα. Η εκεί ελληνική δύναμη έφτανε τους 500 πολεμιστές, Τζουμερκιώτες με τον Γιαννούλη Κουτελίδα και, Σουλιώτες με τον Μάρκο. Στις 26 Ιουλίου 1821, φτάνουν στην Πλάκα και χτυπάνε τους Έλληνες με σφοδρότητα Γαρδίκης και Τοπάλ. Οι Έλληνες αμύνονται με πείσμα και κρατάνε γερά τις θέσεις τους όλη την ημέρα. Η μάχη ήταν σκληρή, στήθος με στήθος, αιματηρή και φονική καιγια τις δύο πλευρές. Την επομένη 27 Ιουλίου 1821 κατέφτασε το τμήμα από Συρράκο – Καλαρρύτες στην Πλάκα. Οι Έλληνες, σχεδόν κυκλωμένοι και ανάμεσα σε δύο δυνατές φωτιές, τραβιούνται στις ράχες πάνω από Τρεποκόζι– Παπούλια -Φράστα για ν’ αμυνθούν. Το άλλο τμήμα της Άρτας με Τζογαδόρο και Τσαρακτσή Αχμέτ αναγκάστηκε στη Ράμια να στραφεί εναντίον των ελληνικών φρουρών Αγνάντων και Καταρράκτη, οι οποίες του επιτέθηκαν και συντονισμένα και με ορμητικότητα, το έτρεψαν σε φυγή και το διέλυσαν. Οι Έλληνες της Πλάκας στο μεταξύ δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τις θέσεις τους και υποχωρούν άτακτα προς Άγναντα και τ’ άλλα Τζουμερκοχώρια. Οι
τούρκοι μπαίνουν στην Άγναντα και έκλεισαν τους Αγναντίτες, περισσότερους από 800 στα ριζά του βουνού. Το χωριό μας λεηλατήθηκε, αρπάχτηκε “το βιό του κόσμου όλο” και πυρπολήθηκε. Έφτασε ωστόσο από το Πέτα ο Γώγος Μπακόλας με το σώμα του και μαζί με τις φρουρές Αγνάντων και Καταρράκτη τρέπουν σε φυγή τους Τούρκους και ο μεν Βεκούτ Γαρδίκης από Σγάρια και Φράστα, καταστρέφοντάς τα, επέστρεψε στην Πλάκα, ο δε Ισμαήλ πασάς τράπηκε προς Κτιστάδες και Μελισσουργούς, που λεηλάτησε και πυρπόλησε.
Οι Αγναντίτες στα ριζά του βουνού πολέμησαν, φαίνεται, πέντε μέρες, σύμφωνα με τη θύμηση που έγραψε τότε στο Πεντηκοστάριο ο καλόγηρος της Μονής Χρυσοσπηλιώτισσας Γουριανών (την αντέγραψα το 1959)και αναφέρει: “Έτος 1821 κάνω θύμηση τον καιρό του χαλασμού που οι Τούρκοι πήραν το βιό του κόσμου όλο και κλείστηκαν οι Αγναντίτες στο Βουνί εκεί πολέμησαν μέρες πέντε και τους έβγαλαν οι Σουλιώτες…”. Από τη θύμηση αυτή και τις γνώμες του Περραιβού και Ψαλίδα, προκύπτει ότι το σώμα των Αγναντιτών ήταν δυναμικό, εμπειροπόλεμο και ψυχωμένο, από δε τη φράση “το πάτησαν τούρκοι το Τζουμέρκο” φαίνεται ότι οι Τζουμερκιώτες ήταν καλοί και τολμηροί πολεμιστές και ότι οι Τούρκοι δεν ήταν εύκολο να πατήσουν τον τόπο τους. Επαληθεύθηκε και η προφητεία του Πατροκοσμά, που είχε πει κοιτάζοντας και ευλογώντας τα Τζουμέρκα :”Ευλογημένα τα βουνά αυτά, θα γλυτώσουν πολύ κόσμο”.
Τον δεύτερο χρόνο της επανάστασης (1822) ο Χουρσίτ, με ελεύθερο τον όγκο του στρατού του, μετά την εξόντωση του Αλή, στράφηκε εναντίον των επαναστατικών κέντρων και πρώτα των Σουλιωτών. Το πολεμικό συμβούλιο των Ελλήνων στο Πέτα στα τέλη Ιουνίου αποφάσισε να ενισχύσει την σφιχτά πολιορκημένη φρουρά στο Σούλι με1000 πολεμιστές και μέσω Πλάκας έφυγε μπροστά το τμήμα των Σουλιωτών με τον Μάρκο και ακολούθησαν των Τζουμερκιωτών με το Μήτρο Κουτελίδα, Ραδοβυζινών με Μήτρο Μπακόλα (αδερφό του Γώγου), Ακαρνάνων κ.ά. Ο Μάρκος στην Πλάκα αιφνιδιάζει και εξοντώνει την τουρκική φρουρά και στέλνει στα Κατσανοχώρια τον Κουτελίδα, τους Ακαρνάνες προς Βαρνάδες και ο ίδιος σπεύδει προς Καλέντζι, όπου αιφνιδιάζει και διαλύει 3.000 τούρκους ιππείς. Ο Κουτελίδας και οι Ακαρνάνες βρέθηκαν αντιμέτωποι με ισχυρές τουρκικές δυνάμεις, χτυπιούνται και αναγκάζονται να υποχωρήσουν με σοβαρές απώλειες. Επέστρεψαν όλοι στην Πλάκα. Στις 30 Ιουνίου 1822 πρωί όλες οι τουρκικές δυνάμεις, ενισχυμένες και με 800 Αλβανούς από την Άρτα, συνολικά εννιά χιλιάδες χτύπησαν τους Έλληνες στην Πλάκα. Αντιστέκονται με γενναιότητα και σθένος και κρατάνε τις θέσεις τους. Η μάχη άρχιζε να γέρνει υπέρ των Ελλήνων, όταν ξαφνικά νέα τουρκική δύναμη με τον Αχμέτ Βρυώνη ρίχνεται ανάμεσα στα ελληνικά τμήματα και οι Έλληνες βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο πυρά. Η μάχη κράτησε ως το απόγευμα πεισματώδης, αιματηρή και φονική, με μεγάλες απώλειες και στις δύο πλευρές. Οι Έλληνες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς τα Τζουμερκοχώρια, για να επιστρέψουν στο Πέτα, όπου την επομένη (1 Ιουλίου) έφτασε και ο Μάρκος με τριανταδύο Σουλιώτες.
Η καταστροφή στην Πλάκα βύθισε στο πένθος τους Έλληνες, τα δε Τζουμερκοχώρια παραδόθηκαν ξανά στην τουρκική βουλιμία. Και ο καλόγηρος στο Μοναστήρι της Χρυσοσπηλιώτισσας ξανάγραψε στο Πεντηκοστάριο: “έτος 1822 κάνω θύμηση τον καιρόν οπού εβγήκε ο Μάρκος στην Πλάκα κι ανικήθηκε και γράφεται δια τους μεταγενεστέρους… τον ίδιον τον καιρόν τότες αρατίστηκαν ο κόσμος σμος οι Κατσάνοι… και πως δια το Μεσολόγγι και πέθαναν οι μισοί… και πέταξαν σαρμανίτσες με παιδιά στο Τζουμέρκο ψηλά…”.
Οι μάχες στην Πλάκα και Άγναντα και η διαχρονική αντίσταση των Τζουμερκοχωρίων βοήθησαν σημαντικά την επανάσταση και την εθνική μας αποκατάσταση, αναγκάζοντας τον Χουρσίτ, στα δυόμισι πρώτα κρίσιμα χρόνια (Γενάρης 1820– Ιούνιος 1822) να αποσπά δυνάμεις από την πολιορκία του Αλή για τα Τζουμερκοχώρια με αποτέλεσμα την παράταση της πολιορκίας, την καθήλωση των δυνάμεών του σ’ αυτήν περισσότερο χρόνο και την ελληνική επανάσταση να κατορθώσει να εξαπλωθεί, να οργανωθεί και να ανδρωθεί.