Η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης εορτάζεται κάθε χρόνο στις 21 Μαρτίου. Η αρχική έμπνευσή της ανήκει στον Έλληνα ποιητή Μιχαήλ Μήτρα, ο οποίος πρότεινε στην Εταιρεία Συγγραφέων να γιορτάζεται η ημέρα της Ποίησης και να οριστεί συγκεκριμένη ημέρα γι’ αυτό. Η Λύντια Στεφάνου υοστήριξε ότι η πρώτη μέρα της Άνοιξης είναι η κατάλληλη για τη γιορτή της Ποίησης. Και ο Βασίλης Βασιλικός, πρέσβης στην UNESCO, πρότεινε η 21η Μαρτίου η ημέρα να κηρυχτεί η Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης. Στη Γενική Διάσκεψη της UNESCO, τον Οκτώβρη του 1999, η 21η Μαρτίου κηρύχτηκε η Παγκόσμια μέρα της Ποίησης με το κάτωθι το σκεπτικό:

«Η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης θα ενισχύσει την εικόνα της ποίησης στα ΜΜΕ, ούτως ώστε η ποίηση να μην θεωρείται πλέον άχρηστη τέχνη, αλλά μια τέχνη που βοηθά την κοινωνία να βρει και να ισχυροποιήσει την ταυτότητά της. Οι πολύ δημοφιλείς ποιητικές αναγνώσεις μπορεί να συμβάλουν σε μια επιστροφή στην προφορικότητα και στην κοινωνικοποίηση του ζωντανού θεάματος και οι εορτασμοί μπορεί να αποτελέσουν αφορμή για την ενίσχυση των δεσμών της ποίησης με τις άλλες τέχνες και τη φιλοσοφία, ώστε να επαναπροσδιοριστεί η φράση του Ντελακρουά “Δεν υπάρχει τέχνη χωρίς ποίηση”»…

Η Αδελφότητα Αγναντιτών Αθήνας τιμώντας την παγκόσμια ημέρα Ποίησης αναδημοσιεύει το ποίημα του Εισαγγελέα Γ. Θεοφανόπουλου «Άνοιξη στα Άγναντα», το οποίο δημοσιευτηκε στο πρώτο φύλλο της εφημερίδας μας το 1977 :

Φωτογραφία Κώστας Μαυροπάνος

Άνοιξη στα Άγναντα


Αύρα γλυκιά κι ανάσασμα στου λόγγου τη δροσάδα
του χαροκόπου ανασασμός, γλυκολαλεί η φλογέρα
κι ανατριχιάζει σύγκρομα η λαγκαδιά. Παστάδα
της Άνοιξης νυφιακή η φουντωμένη η φτέρα
….
οι ρεματιές αχολογάν, μοσχοβολούν τα πλάγια∙
ψαλμός τα κυπροκούδουνα στης φύσης το γιορτάσι∙
των κοπαδιών βελάσματα ταράζουνε τα μάγια
κι η Παναγιά χαμογελά στο έρμο εικονοστάσι.
….
Κι απέ σα λεβεντόκορμοι σκληροί πολεμιστάδες,
που πίνουν τ’ ακροούρανα, τα σύννεφα φιλάνε,
βουνοκορφές ξανοίγονται Τζουμέρκων ομορφάδες,
δροσιές ελατομύριστες νερά κατρακυλάνε.

Και στα ριζά, στην αγκαλιά του έλατου πνιγμένα
άσπρα πουλιά τα Άγναντα νωχελικά κουρνιάζουν
και ξαστοχάνε τους καημούς του νου, στα περασμένα
σε δόξες που στραφτάλισαν, σε σπιτικά π’ αδειάζουν.

Λίγοι οι λεβέντες και οι κυρές λίγες κι οι κοπεαλούδες
κ’ οι γέροντες βιγλάτορες τη δημοσιά βιγλίζουν
μ’ απαντοχή και καρτεριά κι οι σκέψεις πεταλούδες
στους πλάνους τόπους, πού ‘φυγαν τα νιάτα φτερουγίζουν.

Άγναντα, Πράμαντα χωριά, στον έλατο λουσμένα,
τραχειά αγριοπερίστερα, του γένους καντηλέρια
στα τιμημένα κι’ άγονα τα χώματα σπαρμένα,
Τζουμέρκα μου περήφανα, σταυραετών λημέρια.


Γιώργος Θεοφανόπουλος

Το σχόλιο σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *